Tuesday, April 9, 2013

Η Μαρίνα των βράχων



Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

-Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερί τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων -Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

'Ακουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.


Monday, April 1, 2013

Χάπι Μπέρθντεϊ του Μι και ολίγο από Γκανς εντ Ρόουζες




Την Πέμπτη είχα γενέθλια. Αυτό εκ πρώτης ακούγεται χαρμόσυνο, αλλά άμα είσαι ανάποδος άνθρωπος, κάτι που για τους άλλους είναι χαρμόσυνο εσένα μπορεί να σου φέρνει τάσεις αυτοκτονίας (πού να σας πω για τα Χριστούγενα...). Οπότε τις μέρες που οι υπόλοιποι φυσιολογικοί άνθρωποι είναι όλο χαρές και πανηγύρια, εγώ καταφέρνω να θυμηθώ ό,τι πάει στραβά στη ζωή μου –που είμαι μακριά από την οικογένειά μου, που δεν έχω ακόμα παντρευτεί και θα πεθάνω γριά και μόνη και θα βρουν το πτώμα μου μετά από μια βδομάδα μισοφαγωμένο από τις γάτες που φυσικά θα έχω ως γριά και μόνη, που η καριέρα μου πάτωσε κι αντί για Πούλιτζερ πήρα τον πούλο, που δεν μιλάω πια με την πιο παλιά μου φίλη, που δεν έχω όσους φίλους θα ήθελα, που δεν έκανα όσα ταξίδια θα ήθελα,που δεν μ’αγαπάει κανείς,  που δεν έβαλα σιδεράκια στο δημοτικό, που μονίμως δεν έχω λεφτά, που δεν είμαι ξανθιά δίμετρη με πόδι μέχρι τον αυχένα, που, που που...

Ε, μ’αυτά και μ΄αυτά όπως καταλαβαίνετε είχα αρχίσει από τη Δευτέρα να παίρνω την κατιούσα, οπότε την Πέμπτη το πρωί ήμουν πια σε διάθεση να κάνω το χάπι μπερθντεϊ, χάπι ντέθ-ντεϊ. Ακόμα και η τούρτα τιραμισού που είχαν την καλοσύνη να μου φέρουν δύο συνάδελφοι, αντί να με κάνει να χαρώ με μιζέριασε περισσότερο -προφανώς επειδή για μια τόσο σπουδαία προσωπικότητα σαν εμένα έπρεπε να φέρουν τουλάχιστον την μπάντα του δήμου, 42 χανούμισσες να χορεύουν το χορό της κοιλιάς και το σεΐχη να μοιράζει ρόλεξ. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ο γενικός διευθυντής της εταιρείας (μισητός, θέλω να πεθάνει σας λέω!) με φώναξε και μου ανακοίνωσε ότι το αγαπημένο μου μπος, ο Πήτερ, παραιτήθηκε οπότε από τούδε και στο εξής, αντ΄αυτού θα δουλεύουμε μαζί. Δηλαδή θα τον τρώω στη μάπα επί καθημερινής βάσης, έχει να πέσει πρήξιμο που δεν φαντάζεστε –άσε που νομίζει ότι είναι και γκόμενος πανάθεμάτονε η μισή σπιθαμή και με κοιτάει και με ύφος και καλά γόη και όλο σκέφτομαι να του πω «συγνώμη μισό λεπτό» και να γυρίσω επί τόπου, να κάνω εμετό και μετά σαν να μην τρέχει τίποτα, να του πω «ναι, συνέχισε τώρα».